Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόφτης
3 εγγραφές [1 - 3]
Kόπτης ο [kóptis] Ο10 : ονομασία των μονοφυσιτών χριστιανών της Aιγύπτου και της Aιθιοπίας.

[λόγ. αντδ. < γαλλ. cop(te) -της < αραβ. quft < κοπτικό kyptaios, gyptios < ελνστ. Aἰγύπτιος (διαφ. το μσν. κόπται `Μωαμεθανοί΄, επειδή διαιρούσαν την Aγία Τριάδα)]

κόπτης ο [kóptis] Ο10 θηλ. κόπτρια [kóptria] Ο27 & κόφτης 2 ο [kóftis] Ο10 θηλ. κόφτρια [kóftria] Ο27 : ειδικός τεχνίτης ο οποίος κόβει, συνήθ. σε μια αλυσίδα παραγωγής, τα προς επεξεργασία υλικά (δέρματα, υφάσματα κτλ.).

[λόγ. κόπ(τω) -της· λόγ. κόπ(της) -τρια· προσαρμ. στη δημοτ. των κόπτης, κόπτρια με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

κόφτης 1 ο [kóftis] Ο10 : I. ειδικό μηχάνημα κοπής υφασμάτων, δερμάτων κτλ. II. (προφ.) συνήθ. για καθηγητή πανεπιστημίου που κόβει, που απορρίπτει τους φοιτητές στα μαθήματα.

[κοπ- (κόβω) -της με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες