Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κότσος
1 εγγραφή
κότσος ο [kótsos] Ο18 : I. είδος χτενίσματος κατά το οποίο τα μαλλιά μαζεύονται και συστρέφονται στο πίσω μέρος του κεφαλιού: Kάνει / έχει κότσο τα μαλλιά της. II. στην έκφραση πιάνω κπ. κότσο, τον ξεγελώ, τον εξαπατώ. κοτσάκι το YΠΟKΟΡ.

[ίσως ελνστ. *κοττ- (πρβ. προκόττα `τσουλούφι΄, προκοττίς `χαίτη΄), κοττός (δες στο κότα) `κόκορας΄ (επειδή έχει λειρί), [t > ts] ίσως από επίδρ. της λ. κοτσίδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες