Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόρυμβος
1 εγγραφή
κόρυμβος ο [kórimvos] Ο19 : (βοτ.) είδος ταξιανθίας.

[λόγ. αντδ. < γαλλ. corymbe (στη νέα σημ.) < αρχ. κόρυμβος `τσαμπί κισσού΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες