Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κόρος 1 ο [kóros] Ο18 : (λόγ.) ο κορεσμός. (έκφρ.) κατά κόρον, σε υπερβολική ποσότητα: Έφαγαν / ήπιαν κατά κόρον.
[λόγ. < αρχ. κόρος]
- κόρος 2 ο : παλαιότερη μονάδα όγκου για τη μέτρηση της χωρητικότητας των πλοίων, ίση προς 2,86 τόνους.
[λόγ. < ελνστ. κόρος `βάρος εκατό μεδίμνων΄ < εβρ. kor -ος]