Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κόρνο το [kórno] Ο39 : οικογένεια πνευστών οργάνων με κύριο χαρακτηριστικό την παραγωγή ήχου από τις δονήσεις των χειλιών του εκτελεστή, με τη βοήθεια ενός επιστομίου· το κέρας2β: Γαλλικό ~, σύγχρονο χάλκινο όργανο της ορχήστρας.
[ιταλ. corno (αρχική σημ.: `κέρατο΄)]