Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόρδα
1 εγγραφή
κόρδα η [kórδa] Ο25 : 1. χορδή. 2. πτέρυγα μοναστηριού.

[μσν. κόρδα αντδ. < λατ. chorda < αρχ. χορδή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες