Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κόρακας ο [kórakas] Ο5 γεν. και κοράκου, λαϊκότρ. πληθ. και κοράκοι : κοράκι1. (έκφρ.) κοράκου χρώμα, το απόλυτο μαύρο. ΦΡ (άι) στον κόρακα!, επιφωνηματικά, προς αποφυγή της έκφρασης άι στο διάβολο! ΠAΡ ~ κοράκου μάτι δε βγάζει, μεταξύ ανθρώπων με κοινά συμφέροντα υπάρχει κατανόηση και αλληλεγγύη.
[μσν. κόρακας < αρχ. κόραξ, αιτ. -ακα (ηχομιμ.)]