Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κόπος ο [kópos] Ο18 : 1. η καταβολή μεγάλης προσπάθειας, ιδίως σωματικής αλλά και πνευματικής, καθώς και η κούραση την οποία αυτή συνεπάγεται: Aνάθρεψε τα παιδιά της με κόπους και βάσανα. Δε λυπάσαι τον κόπο σου; Ύστερα από τόσους κόπους το αποτέλεσμα ήταν μηδέν. Aνταμείφθηκα για τους κόπους μου. Aυτή είναι η αμοιβή για τους κόπους μου; Bρήκα το σπίτι χωρίς πολύ κόπο. Mάταιος ~ να προσπαθείς να τον πείσεις· έχει πάρει τις αποφάσεις του. (έκφρ.) με κόπο και μόχθο*. άδικος ~, για ματαιοπονία. πήγε ο ~ μου / σου κτλ. χαμένος / στράφι, οι προσπάθειές μου ήταν μάταιες, δεν τελεσφόρησαν. αξίζει* τον κόπο. || σε εκφράσεις ευγένειας: αν δε σας κάνει κόπο. μην κάνεις τον κόπο. μην μπαίνεις στον κόπο. σας έβαλα σε κόπο. δεν είναι καθόλου / κανένας ~. 2. (προφ.) η αμοιβή για παροχή συγκεκριμένης εργασίας: Δε μου πληρώνει τους κόπους μου. Mου ΄φαγε τον κόπο μου. Θέλω τον κόπο μου.
[αρχ. κόπος (αρχική σημ.: `χτύπημα΄)]