Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόνξα
1 εγγραφή
κόνξα η [kóŋksa] Ο25α (συνήθ. πληθ.) : (προφ.) 1. νάζια ή πείσματα. 2. υπαναχώρηση σε κτ. το οποίο είχα υποσχεθεί ή το οποίο είχα συμφωνήσει: Mου κάνεις κόνξες τελευταία.

[παλ. σημ. `για μηχανή αυτοκινήτου που δεν παίρνει μπρος΄ < αγγλ. conks `σβήνει, δεν παίρνει μπρος η μηχανή του αυτοκινήτου΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες