Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κόνξα η [kóŋksa] Ο25α (συνήθ. πληθ.) : (προφ.) 1. νάζια ή πείσματα. 2. υπαναχώρηση σε κτ. το οποίο είχα υποσχεθεί ή το οποίο είχα συμφωνήσει: Mου κάνεις κόνξες τελευταία.
[παλ. σημ. `για μηχανή αυτοκινήτου που δεν παίρνει μπρος΄ < αγγλ. conks `σβήνει, δεν παίρνει μπρος η μηχανή του αυτοκινήτου΄]