Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόνδυλος
1 εγγραφή
κόνδυλος ο [kónδilos] Ο19 : 1. (βοτ.) η σαρκώδης διόγκωση μιας ρίζας ή ενός βλαστού (υπόγειου, αλλά καμιά φορά και υπέργειου), όπου το φυτό αποθησαυρίζει διάφορες ουσίες: H πατάτα είναι ~. 2. (ανατ.) μικρό εξόγκωμα του οστού στην περιοχή της άρθρωσης.

[λόγ. < αρχ. κόνδυλος `άρθρωση΄ (κυρ. των δαχτύλων) σημδ. γαλλ. tubercule]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες