Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
31 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κόλο το [kólo] Ο39 (συνήθ. πληθ.) : κιβώτιο εμπορευμάτων, αποσκευών.
[ιταλ. collo (αρσ. που θεωρήθηκε ουδ. από την ομοιότητα της κατάλ.)]
- κολοβάκιλος ο [kolovákilos] Ο20α : (ιατρ.) το κολοβακτηρίδιο.
[λόγ. κόλ(ον) -ο- + βάκιλος μτφρδ. διεθ. colibacillus (coli-: γεν. του λατ. colon `μέλος του σώματος, παχύ έντερο΄ < αρχ. κόλον)]
- κολοβακτηρίδιο το [kolovaktiríδio] Ο40 : (ιατρ.) βακτηρίδιο του εντερικού σωλήνα.
[λόγ. κόλ(ον) -ο- + βακτηρίδιον μτφρδ. διεθ. colibacillus (δες στα βακτήριο, κολοβάκιλος)]
- κολοβός -ή -ό [kolovós] Ε1 : 1. για ζώο του οποίου έχουν κόψει την ουρά: Kολοβή αλεπού. Kολοβό σκυλί. ΦΡ φίδι* κολοβό. 2. (μτφ., προφ.) του οποίου λείπει ένα τμήμα, κυρίως το τελευταίο: ~ στίχος. Άφησε τη φράση του κολοβή.
[αρχ. κολοβός]
- κολόβωμα το [kolóvoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κολοβώνω. || (ιατρ.) το τμήμα μέλους ή οργάνου που απομένει ύστερα από ακρωτηριασμό ή εκτομή.
[κολοβώ(νω) -μα]
- κολοβώνω [kolovóno] -ομαι Ρ1 : (προφ.) κάνω κτ. κολοβό, αφαιρώ από κτ. ένα τμήμα, συνήθ. το τελευταίο, κυρίως στη μππ.: Kολοβωμένο ποίημα. Παρέδωσε τα σχέδια κολοβωμένα. || Kολοβωμένο άγαλμα, που του λείπουν τα άκρα.
[μσν. κολοβώνω < αρχ. κολοβ(ῶ) -ώνω]
- κολοκοτρωναίικος -η -ο [kolokotronéikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον Kολοκοτρώνη. || ~ σουγιάς, είδος σουγιά με ξύλινη λαβή και καμπυλωτή λεπίδα: Έγινε σαν ~ σουγιάς, καμπούριασε, πιάστηκε, στράβωσε.
[Kολοκοτρωναί(οι) (πληθ. του Κολοκοτρώνης) -ικος]
- κολοκοτρώνης ο [kolokotrónis] Ο10 : (παρωχ.) είδος σουγιά.
[< κολοκοτρωναίικος κατά την ετυμ. βάση Κολοκοτρώνης]
- κολοκύθα η [kolokíθa] Ο25α : 1. μεγάλο κολοκύθι. 2. νεροκολοκύθα.
[μσν. κολοκύθα < κολοκύθ(ι) μεγεθ. -α]
- κολοκύθας ο [kolokíθas] Ο3 : (προφ.) άνθρωπος ανόητος και ελαφρόμυαλος.
[κολοκύθ(α) -ας]