Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κόλλημα το [kólima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κολλώ. 1. η σύνδεση δύο ή περισσότερων αντικειμένων ή τμημάτων τους με τη χρήση ενός συνδετικού υλικού, καθώς και το σημείο της σύνδεσης· η συγκόλληση: Tα γυαλιά μου θέλουν ~. Στραβό ~. Tο μπαστούνι έσπασε ξανά στο παλιό ~. 2. (προφ.) ερωτική ή σεξουαλική παρενόχληση. 3. (προφ.) έμμονη ιδέα.
[αρχ. κόλλημα `κτ. κολλημένο΄ κατά την εξέλ. της σημ. του επιθήματος -μα]