Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόλιαντρο
1 εγγραφή
κόλιαντρο το [kólandro] Ο41 : ετήσιο αρωματικό φυτό που χρησιμοποιείται και στη μαγειρική ως μπαχαρικό.

[μσν. κολίαντρον < ελνστ. κολίανδρον < κορίανδρον (προφ. [nd] ) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και μετακ. τόνου με βάση το συντετμημένο ελνστ. τ. κόριον (αρχ. κορίαννον)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες