Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόκορας
1 εγγραφή
κόκορας ο [kókoras] Ο5 πληθ. και κοκόροι στη σημ. I : I1. κατοικίδιο πτη νό, το αρσενικό της κότας, που διακρίνεται εύκολα από το κόκκινο λειρί και το πλούσιο, πολύχρωμο φτέρωμά του· ο πετεινός: Kικιρίκου φωνάζει ο ~ κάθε πρωί. ΦΡ το / τα φορτώνω* στον κόκορα. ΠAΡ Όπου λαλούν πολλοί κοκόροι αργεί να ξημερώσει, για τα αρνητικά αποτελέσματα της ασυντόνιστης ομαδικής εργασίας. Σαρανταπέντε Γιάννηδες* ενός κοκόρου γνώση. 2. (μτφ., προφ.) ως χαρακτηρισμός: α. άνδρα ερωτύλου και καρδιοκατακτητή. β. επιδεικτικού παλικαρά έτοιμου για καβγά: Mη μου κάνεις εμένα τον κόκορα. II. ο επικρουστήρας του μηχανισμού της σκανδάλης στα παλιά πυροβόλα όπλα· ο λύκος 2. κοκοράκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρός κόκορας. 2. φουσκωτό προς τα επάνω τσουλούφι στο χτένισμα συνήθ. των αγοριών, σταθεροποιημένο με μπριγιαντίνη ή τζελ. 3. παραφωνία στις υψηλές νότες.

[I: ηχομιμ. [ko ko r] -ας· II: σημδ. αγγλ. cock]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες