Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόκκος
1 εγγραφή
κόκκος ο [kókos] Ο18 : I1. (βοτ.) είδος μικροσκοπικού καρπού. || το σπέρ μα κυρίως των δημητριακών: ~ σταριού / ρυζιού. 2α. μικροσκοπικό σωματίδιο: ~ άμμου / σκόνης. ~ πυρίτιδας. || Kαφές σε κόκκους. Aπορρυπαντικό με μπλε και πράσινους κόκκους, σε μορφή κόκκων. β. (μτφ.) η ελάχιστη δυνατή ποσότητα, κυρίως σε εκφράσεις με άρνηση, για να δηλώσει την πλήρη έλλειψη: Δεν υπήρχε ~ αλήθειας στα λόγια του. Δεν έχεις κόκκο μυαλού / φαντασίας. || Kαι κόκκο πίστεως αν είχες… 3. μικροσκοπική σφαιρική διόγκωση ή ανωμαλία στην επιφάνεια των λειαντικών. 4. σωματίδιο των αλάτων του αργύρου που περιέχεται στη ζελατίνα των φωτοευαίσθητων επιφανειών: Φιλμ με μεγάλο κόκκο. II. (βιολ.) είδος μικροβίου. III. (ζωολ.) γένος εντόμων.

[λόγ.: Ι1: αρχ. κόκκος `κουκί΄· Ι2, 3, 4: σημδ. γαλλ. grain· ΙΙ: νλατ. coccus (στη νέα σημ.) < αρχ. κόκκος· ΙΙΙ: σημδ. αγγλ.(;) cochineal insect (παρετυμ. κόκκος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες