Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόθορνος
1 εγγραφή
κόθορνος ο [kóθornos] Ο19 : είδος υψηλού κλειστού υποδήματος με πολύ παχύ πέλμα, το οποίο φορούσαν οι υποκριτές στο αρχαίο ελληνικό θέατρο. || (επέκτ.) για υπόδημα με πολύ χοντρό πέλμα: Πώς περπατάς μ΄ αυτούς τους κοθόρνους, απορώ.

[λόγ. < αρχ. κόθορνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες