Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κωπηλασία
1 εγγραφή
κωπηλασία η [kopilasía] Ο25 : η ενέργεια του κωπηλατώ: Πάω για ~. Aγώνες κωπηλασίας.

[λόγ. < αρχ. κωπηλασία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες