Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κωμόπολη
1 εγγραφή
κωμόπολη η [komópoli] Ο33 : οικιστική περιοχή μεγαλύτερη από ένα χωριό και μικρότερη από μία πόλη.

[λόγ. < ελνστ. κωμόπολ(ις) -η]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες