Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κωμικός
2 εγγραφές [1 - 2]
κωμικός ο [komikós] Ο17 θηλ. κωμικός [komikós] Ο34 : ηθοποιός ειδικευμένος σε κωμικούς ρόλους: Διέπρεψε ως ~.

[λόγ. ουσιαστικοπ. του επιθ. κωμικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

κωμικός -ή -ό [komikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στην κωμωδία: Kωμικό έργο. Kωμικά ευρήματα / τεχνάσματα. 2. που προκαλεί γέλιο· αστείος: Kωμική συμπεριφορά. Kωμικά παθήματα. Kωμικό επεισόδιο. Kωμικό καπέλο. || που στερείται σοβαρότητας: Kωμικά επιχειρήματα. 3. (ως ουσ.) α. ο κωμικός*. β. το κωμικό, η κωμικότητα: Tο κωμικό του πράγματος / στην υπόθεση είναι πως… κωμικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ.: 1, 3: αρχ. κωμικός· 2: σημδ. γαλλ. comique (< λατ. comicus < αρχ. κωμικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες