Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κωμικοτραγικός
1 εγγραφή
κωμικοτραγικός -ή -ό [komikotrajikós] Ε1 : για κατάσταση που, ενώ την προκαλεί ένα δυσάρεστο, θλιβερό ή και τραγικό γεγονός, παρουσιάζεται με τέτοιον τρόπο, ώστε να προκαλεί γέλιο: Kωμικοτραγικά επεισόδια. Kωμικοτραγικές καταστάσεις.

[λόγ. κωμικ(ός) -ο- + τραγικός μτφρδ. γαλλ. tragi-comique ή παλαιότ. αγγλ. comico-tragical]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες