Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κωλύω [kolío] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) 1. παρεμποδίζω κπ. να κάνει κτ., του παρεμβάλλω προσκόμματα: Tίποτα δε με κωλύει να υποβάλω την παραίτησή μου. 2. (παθ.) αδυνατώ να κάνω κτ., υπάρχουν αντικειμενικές δυσκολίες που με εμποδίζουν να κάνω κτ.: Kωλύομαι να έρθω.
[λόγ. < αρχ. κωλύω]