Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κωλοτούμπα η [kolotúmba] Ο25α : ακροβατική άσκηση κατά την οποία, αφού στηριχτεί κάποιος με τα χέρια στο έδαφος, φέρνει το κεφάλι κάτω και τα πόδια ψηλά και στη συνέχεια με κατάλληλη στροφή του σώματος γυρίζει στην όρθια στάση.
[κωλο- + τούμπα]



