Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυριλλικός
1 εγγραφή
κυριλλικός -ή -ό [kirilikós] Ε1 : που αναφέρεται στον Kύριλλο: Kυριλλικό αλφάβητο, το σλαβικό, που το επινόησε ο Kύριλλος.

[λόγ. < γαλλ. cyrillique < ανθρωπων. Cyrill(e) < μσν. Κύριλλ(ος) (όν. βυζαντινού ιεραποστόλου) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες