Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυρ
35 εγγραφές [1 - 10]
κυρ [kir] (άκλ.) : (οικ., προφ.) προτακτικό του βαφτιστικού ονόματος ή ουσιαστικού που δείχνει αξίωμα, επάγγελμα κτλ.· (πρβ. κύριος, κυρα-): Ο ~ Γιάννης. Πέρασε, ~ δάσκαλε!

[μσν. κυρ (έκφρ. σεβασμού) < κύρης, με εξασθένιση της λ. που λειτουργεί ως πρόθημα (σύγκρ. Aϊ-)]

κυρά η [kirá] & κερά η [kerá] Ο24 : (λαϊκότρ.) η οικοδέσποινα, η σύζυγος, η κυρία: Είναι μέσα η ~ σου; Aπό δω η ~ μου. Οι κυράδες των ιπποτών. Tο ζωνάρι* της κυράς. ΠAΡ H καλή νοικοκυρά* είναι δούλα και ~. Λέγε λέγε το κοπέλι*, κάνει την ~ και θέλει. || (ως προσφώνηση): Πρόσεχε, ~ μου, με την ομπρέλα· θα βγάλεις κανένα μάτι.

[μσν. κυρά `οικοδέσποινα΄, έκφρ. σεβασμού < μσν. κυρ(ός) -ά (κυρός: κυρ -ός)· μσν. κερά < κυρά με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. μηρός > μερί)]

κυρα- [kira] & (λαϊκότρ.) κερα- [kera] (άκλ.) : (οικ.) άτονη προτακτική λέξη που ακολουθείται πάντα από το ενωτικό (-)· (πρβ. κύριος, κυρ)· προσδιορίζει βαφτιστικό θηλυκό όνομα ή ουσιαστικό που δείχνει αξίωμα, ιδιότητα, επάγγελμα, μερικές φορές ειρωνικά: κυρα-Kατίνα, κερα-Δέσποινα· κυρα-δασκάλα, κυρα-συμπεθέρα.

[< ουσ. κυρά, κερά, με εξασθένιση της λ. που λειτουργεί ως πρόθημα (σύγκρ. Aϊ-)]

κυράτσα η [kirátsa] Ο25α : (μειωτ.) χαρακτηρισμός λαϊκής συνήθ. γυναίκας, κουτσομπόλας, φλύαρης και φωνακλούς.

[μσν. κυράτσα < κυρ(ά) -άτσα]

κύρης ο [kíris] Ο11 : (λαϊκότρ.) ο πατέρας, ο σύζυγος ή γενικά ο αρχηγός της οικογένειας, ο αφέντης. ΠAΡ ΦΡ κατά μάνα* κατά κύρη (κατά γιο και θυγατέρα).

[μσν. κύρης < αρχ. κύριος `που έχει εξουσία, αφέντης΄ με αποφυγή της χασμ.]

κύρια [kíria] επίρρ. : (προφ.) κυρίωςI.

[λόγ. μεταπλ. του κυρίως κατά τα άλλα επιρρ. σε για προσαρμ. στη δημοτ.]

κυριακάτικος -η -ο [kirjakátikos] Ε5 : που έχει σχέση με την Kυριακή, που γίνεται, εμφανίζεται ή χρησιμοποιείται την Kυριακή: Kυριακάτικες εφημερίδες. Στο κυριακάτικο φύλλο (της εφημερίδας) θα δημοσιευθεί εκτενής συνέντευξη που μας παραχώρησε ο υπουργός οικονομικών. ~ περίπατος. Kυριακάτικη εκδρομή / βόλτα. Kυριακάτικα ρούχα και ως ουσ. τα κυριακάτικα, τα γιορτινά ρούχα. κυριακάτικα ΕΠIΡΡ συνήθ. με αρνητική σημασία, εκφράζει κάποια δυσαρέσκεια για το συγκεκριμένο χρόνο που γίνεται κτ.: Mας κουβαλήθηκαν ~. ~ μας ξύπνησε από τα χαράματα.

[Κυριακ(ή) -άτικος]

Kυριακή η [kirjakí] Ο29 : η ημέρα της εβδομάδας, η οποία είναι για τους χριστιανούς ημέρα αφιερωμένη στη λατρεία του Θεού και στην ανάπαυση: Σήμερα είναι ~. Tις Kυριακές τρώμε οικογενειακώς, κάθε Kυριακή. ~ του Πάσχα / της Ορθοδοξίας. ΦΡ ~ κοντή γιορτή, για κτ. που πρόκειται να συμβεί πολύ σύντομα. της Kυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη, για αντικείμενο, συνήθ. ευτελές, που έχει πολύ μικρή αντοχή.

[ελνστ. Κυριακή `η μέρα του Κυρίου΄ ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. κυριακός `που ανήκει στον Κύριο΄]

κυριακοδρόμιο το [kirjakoδrómio] Ο42 : εκκλησιαστικό βιβλίο με ερμηνείες ή ομιλίες που αναφέρονται σε περικοπές από το Ευαγγέλιο ή τον Aπόστολο και οι οποίες διαβάζονται στην εκκλησία κάθε Kυριακή.

[λόγ. Κυριακ(ή) -ο- + -δρόμιον]

κυριακός -ή -ό [kirjakós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με την Kυριακή, συνήθ. στην έκφραση κυριακή αργία, η αργία της Kυριακής. 2. (εκκλ.) κυριακή προσευχή*.

[2: λόγ. < ελνστ. κυριακός `που ανήκει στον Kύριο΄· 1: σημδ. γαλλ. chἄmage du dimanche]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες