Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυπαρίσσι
1 εγγραφή
κυπαρίσσι το [kiparísi] Ο44 : αειθαλές κωνοφόρο δέντρο με πολύ ψηλό, ίσιο κορμό και σκούρο πράσινο φύλλωμα το οποίο φύεται σε σχήμα περίπου κωνικό: Δενδροστοιχία από κυπαρίσσια. Ψηλός σαν ~. ΦΡ στα κυπαρίσσια, στο νεκροταφείο· ΣYN ΦΡ στα θυμαράκια. κυπαρισσάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. κυπαρίσσι(ν) ελνστ. κυπαρίσσιον υποκορ. του αρχ. κυπάρισσος ἡ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες