Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κυνηγιάρης -α -ικο [kinijáris] & κυνηγάρης -α -ικο [kiniγáris] Ε9 : για ζώο ιδιαίτερα ικανό στην τεχνική του κυνηγιού: Kυνηγιάρικο σκυλί. Kυνηγιάρα γάτα.
[κυνηγ(άρης) -ιάρης· μσν. κυνηγάρης < κυνήγ(ι) -άρης]