Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυματιστός
1 εγγραφή
κυματιστός -ή -ό [kimatistós] Ε1 : που εμφανίζει κυματισμό: H κυματιστή επιφάνεια της θάλασσας || (μτφ.): Mια κυματιστή γραμμή, που δεν είναι ευθεία, που εκτείνεται με συνεχόμενες καμπύλες. Έχει μακριά κυματιστά μαλλιά, ελαφρά σγουρά.

[λόγ. κυματισ- (κυματίζω) -τός απόδ. γαλλ. ondulé]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες