Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυμαίνομαι
1 εγγραφή
κυμαίνομαι [kiménome] Ρ7.2β : 1. για μέγεθος του οποίου οι τιμές αυξομειώνονται κατά περίπτωση, ανάμεσα σε δύο σταθερά σημεία: H τιμή του δολαρίου κυμάνθηκε σε υψηλά επίπεδα. H αμοιβή για πλήρη απασχόληση κυμαίνεται από διακόσιες ως διακόσιες πενήντα χιλιάδες δραχμές. Οι τιμές των λαχανικών κυμαίνονται ανάλογα με την εποχή. H θερμοκρασία θα κυμανθεί σε χαμηλά για την εποχή επίπεδα. Kυμαινόμενος πληθυσμός. || (οικον.): Kυμαινόμενο επιτόκιο, όχι σταθερό. Kυμαινόμενο χρέος, με μικρή προθεσμία και για την κάλυψη δαπανών προσωρινής φύσεως. 2. (για πρόσ.) ταλαντεύομαι ανάμεσα σε δύο λύσεις.

[λόγ. παθ. του αρχ. κυμαίνω `σηκώνω κύματα΄ σημδ. γαλλ. μεε. flottant & αγγλ. floating, fluctuating]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες