Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κυμάτιο το [kimátio] Ο40 : (αρχιτ.) προεξέχουσα διακοσμητική γραμμή, στοιχείο κυρίως της αρχαίας ελληνικής κλασικής αρχιτεκτονικής, που χρησιμοποιείται για το διαχωρισμό φέροντος και φερόμενου τμήματος ή για τη διάρθρωση επιφανειών· ανάλογα με τη μορφή της διατομής ή το διάκοσμο διακρίνονται σε ιωνικά, δωρικά κτλ.
[λόγ. < αρχ. κυμάτιον]