Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κυλινδρισμός ο [kilinδrizmós] Ο17 : (μηχ.) ένα από τα κύρια στοιχεία για τον υπολογισμό της ισχύος μιας μηχανής εσωτερικής καύσης, το οποίο συνίσταται στον υπολογισμό του όγκου που διαγράφεται κατά τη διαδρομή του εμβόλου μέσα στον κύλινδρο (ή στους κυλίνδρους της)· κυβισμός
11β. [λόγ. κύλινδρ(ος) -ισμός απόδ. γαλλ. cylindrée]