Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυλινδρισμός
1 εγγραφή
κυλινδρισμός ο [kilinδrizmós] Ο17 : (μηχ.) ένα από τα κύρια στοιχεία για τον υπολογισμό της ισχύος μιας μηχανής εσωτερικής καύσης, το οποίο συνίσταται στον υπολογισμό του όγκου που διαγράφεται κατά τη διαδρομή του εμβόλου μέσα στον κύλινδρο (ή στους κυλίνδρους της)· κυβισμός1.

[λόγ. κύλινδρ(ος) -ισμός απόδ. γαλλ. cylindrée]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες