Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κυκλάμινο το [kiklámino] Ο41 : μικρό ποώδες φυτό με πλατιά καρδιόσχημα φύλλα και μοβ ροζ λουλούδια, που φύεται στα δάση αλλά καλλιεργείται και ως διακοσμητικό.
[ελνστ. κυκλάμινος ἡ, ὁ μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ. κατά τα άλλα ον. λουλουδιών]