Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυκεώνας
1 εγγραφή
κυκεώνας ο [kikeónas] Ο2 : πλήθος από ανοργάνωτα στοιχεία, τα οποία είναι πολύ δύσκολο να οργανωθούν σε ένα σύνολο: Παράδερνε σε έναν κυκεώνα σκέψεων. || κατάσταση πολύ περίπλοκη και μπερδεμένη: Mπλέξαμε στον κυκεώνα της γραφειοκρατίας.

[λόγ. < ελνστ. κυκεών, αιτ. -ῶνα `ανακάτεμα΄, αρχ. σημ.: `ζωμός από διάφορα δημητριακά΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες