Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυβιστής
2 εγγραφές [1 - 2]
κυβιστής ο [kivistís] Ο7 : εικαστικός καλλιτέχνης που ακολουθεί την τεχνοτροπία του κυβισμού 2. || (ως επίθ.): Kυβιστές ζωγράφοι.

[λόγ. < γαλλ. cubiste < cub(isme) = κυβ(ισμός) -iste = -ιστής (διαφ. το ελνστ. κυβιστής `χορευτής΄)]

κυβίστηση η [kivístisi] Ο33 : ακροβατική άσκηση κατά την οποία αφού στηριχτεί κάποιος με τα χέρια στο έδαφος, φέρνει το κεφάλι κάτω και τα πόδια ψηλά, και στη συνέχεια με κατάλληλη στροφή του σώματος γυρίζει στην όρθια στάση.

[λόγ. < ελνστ. κυβίστη(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες