Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυβερνών
1 εγγραφή
κυβερνών -ώσα -ών [kivernón] Ε12στ : (λόγ.) που ασκεί την εκτελεστική εξουσία: Tο κυβερνών κόμμα. H κυβερνώσα παράταξη. || (ως ουσ.) οι κυβερνώντες.

[λόγ. μεε. του κυβερνώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες