Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυβερνείο
1 εγγραφή
κυβερνείο το [kivernío] Ο39 : το οίκημα της επίσημης κατοικίας του κυβερνήτη2.

[λόγ. κυβερν(ήτης) -είον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες