Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυβερνάω
1 εγγραφή
κυβερνώ [kivernó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1α & (λόγ.) -ώμαι Ρ11 : 1α. διοικώ το κράτος, διαχειρίζομαι την εκτελεστική εξουσία μιας χώρας ως πρωθυπουργός: Ποιος επιτέλους κυβερνά αυτή τη χώρα; Ο βασιλιάς βασιλεύει αλλά δεν κυβερνά. Kυβέρνησε δημοκρατικά. β. για πλοίο, είμαι κυβερνήτης. 2. (μτφ.) εξουσιάζω κπ., τον κατευθύνω, τον καθοδηγώ: Tον κυβερνά η γυναίκα του. Mάθε πρώτα να κυβερνάς το σπίτι σου! Tον κυβερνάνε τα πάθη.

[αρχ. κυβερνῶ `χειρίζομαι το τιμόνι καραβιού, διοικώ΄ & σημδ. γαλλ. gouverner < λατ. gubernare < αρχ. κυβερνῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες