Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυβέρνηση
1 εγγραφή
κυβέρνηση η [kivérnisi] Ο33 : η ανώτατη κεντρική εκτελεστική εξουσία μιας χώρας: Συντηρητική ~. || ο πρωθυπουργός και το σύνολο των υπουργών στους οποίους έχει ανατεθεί η διακυβέρνηση του κράτους: Ορκίστηκε η νέα ~. Σκιώδης* / υπηρεσιακή ~. Iσχυρή ~. ~ μειοψηφίας. ~ εθνικής ενότητας / σωτηρίας, σε κρίσιμες για τον τόπο περιόδους, κυβέρνηση με τη συμμετοχή κομματικών και υπερκομματικών προσωπικοτήτων. Kλήθηκε να σχηματίσει ~. Οικουμενική* ~. Έγινε ανασχηματισμός της κυβέρνησης. Εφημερίδα* της Kυβερνήσεως. Xρειάζεται συνερ γασία των κυβερνήσεων όλων των κρατών για την επίτευξη της ειρήνης στην περιοχή. ΦΡ με καμία ~!, σε καμία περίπτωση, αποκλείεται.

[λόγ. < αρχ. κυβέρνη(σις) `κυβέρνηση πλοίου, διοίκηση πόλης΄ -ση & σημδ. ιταλ. governo (< governare < λατ. gubernare < αρχ. κυβερνῶ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες