Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κτιτορικός
1 εγγραφή
κτιτορικός -ή -ό [ktitorikós] Ε1 : που αναφέρεται στο κτίσιμο ενός ναού, μιας μονής, ενός ιδρύματος κτλ: Kτιτορική επιγραφή, στην οποία αναγράφεται ο χρόνος κτίσεως της μονής, του ναού κτλ., και συχνά ο κτήτορας ή και οι κατασκευαστές.

[λόγ. < μσν. κτιτορικός < κτητορικός παρετυμ. κτίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες