Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κτιτορικός -ή -ό [ktitorikós] Ε1 : που αναφέρεται στο κτίσιμο ενός ναού, μιας μονής, ενός ιδρύματος κτλ: Kτιτορική επιγραφή, στην οποία αναγράφεται ο χρόνος κτίσεως της μονής, του ναού κτλ., και συχνά ο κτήτορας ή και οι κατασκευαστές.
[λόγ. < μσν. κτιτορικός < κτητορικός παρετυμ. κτίζω]