Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κτιριολογία
1 εγγραφή
κτιριολογία η [ktiriolojía] Ο25 : κλάδος της οικοδομικής.

[λόγ. κτίρι(ον) -ο- + -λογία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες