Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κτητορικός
1 εγγραφή
κτητορικός -ή -ό [ktitorikós] Ε1 : που αναφέρεται στον κτήτορα ή που προέρχεται από κτήτορα: Kτητορική μονή, που ιδρύθηκε και συντηρείται από ιδιώτη. Kτητορικό τυπικό, στο οποίο περιέχονται οι θελήσεις του κτήτορα ως προς τη λειτουργία της μονής, του ιδρύματος κτλ. Kτητορικό δίκαιο, το οποίο ρυθμίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του κτήτορα.

[λόγ. < μσν. κτητορικός < κτητορ- (δες κτήτορας) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες