Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κτηνοτρόφος
1 εγγραφή
κτηνοτρόφος ο [ktinotrófos] Ο18 : αυτός που εκτρέφει ζώα, αγρότης που έχει ως επάγγελμα την κτηνοτροφία.

[λόγ. < ελνστ. κτηνοτρόφος `αγελαδοτρόφος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες