Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κτίσμα
1 εγγραφή
κτίσμα το [ktízma] Ο48 : I. γενική ονομασία για οτιδήποτε έχει χτιστεί. II. το δημιούργημα του Θεού, σε αντιδιαστολή προς το Δημιουργό.

[λόγ. < ελνστ. κτίσμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες