Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρύσταλλος
1 εγγραφή
κρύσταλλος η [krístalos] Ο36 & κρύσταλλος ο [krístalos] Ο19 : 1. (φυσ.) το κανονικό πολυεδρικό σχήμα που παίρνουν τα περισσότερα σώματα, όταν περνούν από τη ρευστή στη στερεή κατάσταση. || Yγρή ~. 2. ορυκτό διαφανές και σκληρό που έχει τη μορφή και το σχήμα κρυστάλλου. 3. (λόγ.) το κρύσταλλο.

[λόγ.: 2: αρχ. κρύσταλλος ὁ και ελνστ. ἡ· 1, 3: γαλλ. cristal (στη νέα σημ.) < λατ. crystallus < αρχ. κρύσταλλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες