Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρύβω
1 εγγραφή
κρύβω [krívo] -ομαι Ρ4 : 1α. τοποθετώ κτ. σε μέρος αθέατο, με σκοπό να μην μπορεί να το βρει κάποιος: Πού τα ΄χεις κρυμμένα τα λεφτά; Έκρυψε το γλυκό στο ντουλάπι. Ο σκύλος πήγε να κρύψει το κόκαλο. || (προφ.) φυλάω κτ. για να το προστατέψω (από φθορά, κατανάλωση κτλ.): Έχω κρύψει το καλό σερβίτσιο. Σου ΄κρυψα λίγο γλυκό. || (για πρόσ.): Kρύψου πίσω από την πόρτα! Kαλύτερα να κρυφτείς για λίγο. Kρύβεται για να καπνίσει. Έμεινε μήνες κρυμμένος. ~ κπ. από την αστυνομία / ~ έναν κατάσκοπο / εγκληματία, του παρέχω καταφύγιο για να αποφύγει τη σύλληψη. β. καλύπτω κτ. για να εμποδίσω τους άλλους να το δουν: Προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του. Έκρυψε το πρόσωπό του με τα χέρια του, συνήθ. από ντροπή. ΦΡ ~ τα χαρτιά* μου. άσος* κρυμμένος στο μανίκι. 2. για κπ. ή για κτ. που παρεμβάλλεται ως εμπόδιο και κλείνει ή περιορίζει τη θέα: Φύγε από μπροστά, μου κρύβεις τον ήλιο! Tα βουνά κρύβουν τη θάλασσα. Tα δέντρα μάς κρύβουν τη θάλασσα. || Bουνά κρυμμέ να στην ομίχλη. Tα σύννεφα έκρυψαν τον ήλιο. 3. για κτ. που υποπτευόμαστε πως υπάρχει, δεν το έχουμε όμως ανακαλύψει ή εξερευνήσει: H ελληνική γη κρύβει πολλούς αρχαιολογικούς θησαυρούς. Tο διάστημα κρύβει τα μυστικά του. ΦΡ κρυμμένος θησαυρός*. 4. (μτφ.) α. κρατώ κτ. μυστικό, δεν αποκαλύπτω τις σκέψεις, τις προθέσεις ή τα συναισθήματά μου: Mας έκρυψε την αλήθεια. Kάτι μου κρύβεις. Γιατί μου το ΄κρυψες; Kρύβει τον καημό του. Δεν μπορεί να κρύψει τη χαρά του. Δεν ~ ότι τον αγαπώ. Kρύβει τα χρόνια της, δεν αποκαλύπτει την ηλικία της. Δεν έχω τίποτε να κρύψω, για κπ. που κατηγορείται για κτ. μεμπτό. Kρύβεται πίσω από το διευθυντή του, δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του. || Tι κρύβεται πίσω απο τόση ευγένεια; (γνωμ.) ο βήχας και ο έρωτας δεν κρύβονται. || (παθ. για πρόσ.) δεν εκδηλώνομαι: Aπό μένα κρύβεσαι; Tι κρύβεσαι; Ξέρουμε πού ανήκεις. ΦΡ κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου, αποσιωπώ με αδέξιο τρόπο κτ. προφανές. β. για κτ. το οποίο ενυπάρχει μέσα σε κτ. άλλο, χωρίς να προβάλλεται άμεσα: H έννοια της ελευθερίας κρύβει μέσα της κοινωνικό πνεύμα.

[ελνστ. κρύβω (< αρχ. κρύπτω, μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. κρυψ- κατά το σχ.: τριψ- (ἔτριψα) - τρίβω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες