Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρυψορχία
1 εγγραφή
κρυψορχία η [kripsorxía] Ο25 : (ιατρ.) ανατομική ανωμαλία κατά την οποία ο ένας ή, σπανιότερα, και οι δύο όρχεις κατακρατούνται στο εσωτερικό της κοιλιάς.

[λόγ. < ελνστ. ἡ κρύψορχ(ις) (ίδ. σημ., που όμως παρανοήθηκε σαν αρσ.) -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες