Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρυφο-
1 εγγραφή
κρυφο- [krifo] & κρυφ- [krif], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : α' συνθετικό σε σύνθετα κυρίως ρήματα και τα παράγωγά τους· δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος κάνει κρυφά, χωρίς να γίνεται αντιληπτό από τρίτους αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: κρυφακούω, ~βλέπω, ~γε λώ, ~καμαρώνω, ~μιλώ, ~χαίρομαι· ~κοίταγμα. || σε σύνθετα ουσιαστικά: ~γέλιο.

[μσν. κρυφ(ο)- θ. του επιρρ. κρυφ(ά) -ο- ως α' συνθ.: μσν. κρυφο-δαγκάνω, κρυ φο-βουλή `μυστική συμβουλή΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες