Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κρουπιέρης ο [krupxéris] Ο11 : υπάλληλος καζίνου ή χαρτοπαικτικής λέσχης, που συντονίζει διάφορα τυχερά παιχνίδια (ρουλέτα, χαρτιά κτλ.).
[λόγ. < γαλλ. croupier -ης (ορθογρ. δαν.)]