Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κρουνός
1 εγγραφή
κρουνός ο [krunós] Ο17 : 1. εκροή από ειδικό σωλήνα ή στόμιο με μεγάλη συνήθ. διάμετρο, η οποία επιτρέπει την ορμητική και σε μεγάλη ποσότητα διοχέτευση νερού. || (επέκτ.): Άνοιξαν οι κρουνοί του ουρανού, για καταρρακτώδη βροχή. Kρουνοί αίματος / δακρύων. 2. (μτφ.): Aνοίγουν οι κρουνοί των δημόσιων ταμείων.

[λόγ. < αρχ. κρουνός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες