Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κροταλίζω [krotalízo] Ρ2.1α : για κτ. που παράγει έναν κρότο ξερό, διαυγή και διακεκομμένο, που μοιάζει με αυτόν που κάνουν τα κρόταλα: Tο μαστίγιο / το πολυβόλο κροτάλισε. Tα δόντια του κροταλίζουν από το κρύο. H βροχή κροτάλιζε στην τσίγκινη στέγη.
[λόγ. < αρχ. κροταλίζω]