Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κροκί το [krokí] Ο (άκλ.) : χάρτινο πατρόν.
[γαλλ. croquis `γρήγορο σκίτσο΄]
- κροκί [krokí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του κρόκου του αυγού. || (ως ουσ.) το κροκί, το κροκί χρώμα.
[κρόκ(ος) 1 -ί 4]